Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to necessitate
01
απαιτώ, καθιστώ απαραίτητο
require as useful, just, or proper
02
απαιτώ, καθιστώ απαραίτητο
to make something required due to specific circumstances
Παραδείγματα
The company 's expansion necessitated hiring more staff to meet growing demand.
Η επέκταση της εταιρείας απαίτησε την πρόσληψη περισσότερου προσωπικού για να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση.
Severe weather conditions necessitated the postponement of the outdoor event.
Οι σοβαρές καιρικές συνθήκες απαίτησαν την αναβολή της εκδήλωσης σε εξωτερικό χώρο.



























