Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
necessarily
01
αναγκαστικά, αναπόφευκτα
in a way that cannot be avoided
Παραδείγματα
Learning a new language necessarily involves making mistakes along the way.
Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας αναγκαστικά περιλαμβάνει το να κάνεις λάθη στην πορεία.
To pass the exam, it 's necessarily important to study diligently.
Για να περάσετε τις εξετάσεις, είναι αναγκαίο σημαντικό να μελετάτε επιμελώς.
02
αναγκαστικά, οπωσδήποτε
in a highly probable or inevitable manner
Παραδείγματα
If it rains, it does n't necessarily mean the event will be canceled; there might be an indoor alternative.
Αν βρέχει, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η εκδήλωση θα ακυρωθεί· μπορεί να υπάρχει εναλλακτική λύση σε εσωτερικό χώρο.
Having a college degree does n't necessarily guarantee career success, but it can improve opportunities.
Το να έχεις πτυχίο δεν εγγυάται αναγκαστικά επαγγελματική επιτυχία, αλλά μπορεί να βελτιώσει τις ευκαιρίες.
03
αναγκαστικά
in an essential manner
Λεξικό Δέντρο
unnecessarily
necessarily
necessary
necessar



























