LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mumbler
/mˈʌmblə/
/mˈʌmblɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mumbler"
Mumbler
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who speaks softly and indistinctly
word family
mumble
mumble
Verb
mumbler
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mumble-the-peg
mumble
mumbai
mum is the word
mum
mumblety-peg
mumbling
mumbo jumbo
mumification necrosis
mummer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App