Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Multivitamin
01
πολυβιταμίνη, πολυβιταμινικό συμπλήρωμα
a dietary supplement that contains a combination of essential vitamins and minerals, commonly taken orally in the form of tablets, capsules, or gummies
Παραδείγματα
She started taking a multivitamin daily to ensure she was getting all the essential nutrients.
Άρχισε να παίρνει μια πολυβιταμίνη καθημερινά για να διασφαλίσει ότι λαμβάνει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.
The doctor recommended a multivitamin to help boost his overall health and immune system.
Ο γιατρός συνέστησε ένα πολυβιταμινικό για να βοηθήσει στην ενίσχυση της γενικής του υγείας και του ανοσοποιητικού συστήματος.
Λεξικό Δέντρο
multivitamin
vitamin



























