Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mummy
02
μούμια, αιγυπτιακή μούμια
a preserved human or animal body, typically in Egypt, which was dried and wrapped in cloth
Παραδείγματα
Archaeologists discovered an ancient mummy in the tomb.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια αρχαία μούμια στον τάφο.
The museum exhibited a well-preserved mummy from Egypt.
Το μουσείο εξέθεσε μια καλά διατηρημένη μούμια από την Αίγυπτο.
Λεξικό Δέντρο
mummify
mummy



























