Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
multiform
01
πολυμορφικός, ποικίλος
having many different forms
Παραδείγματα
The artist ’s work was multiform, blending various styles and techniques in each piece.
Το έργο του καλλιτέχνη ήταν πολυμερές, συνδυάζοντας διάφορα στυλ και τεχνικές σε κάθε κομμάτι.
The multiform nature of the project required input from different departments to succeed.
Η πολυμερής φύση του έργου απαιτούσε συμβολή από διαφορετικά τμήματα για να πετύχει.



























