
Αναζήτηση
Multidisciplinary


multidisciplinary
01
πολυδιάστατος, πολυεπιστημονικός
involving the integration of knowledge and methodologies from various academic disciplines or fields of study
Example
The university 's research institute fosters multidisciplinary collaboration among scholars from diverse fields such as biology, sociology, and engineering.
Το ερευνητικό ίδρυμα του πανεπιστημίου προάγει την πολυεπιστημονική συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκών από διάφορους τομείς, όπως η βιολογία, η κοινωνιολογία και η μηχανολογία.
Her doctoral thesis took a multidisciplinary approach, synthesizing insights from psychology, anthropology, and linguistics.
Η διδακτορική της διατριβή ακολούθησε μια πολυεπιστημονική προσέγγιση, συνδυάζοντας γνώσεις από την ψυχολογία, την ανθρωπολογία και τη γλωσσολογία.

Συναφή Λέξεις