Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
multifarious
01
πολυποίκιλος, πολυπληθής
containing numerous diverse parts or aspects
Παραδείγματα
The multifarious activities at the fair ensured there was something for everyone.
Οι πολυποίκιλες δραστηριότητες στην έκθεση εξασφάλισαν ότι υπήρχε κάτι για όλους.
Her interests were multifarious, ranging from classical music to modern art.
Τα ενδιαφέροντά της ήταν ποικίλα, από την κλασική μουσική έως τη μοντέρνα τέχνη.
Λεξικό Δέντρο
multifariously
multifariousness
multifarious



























