monk
monk
mʌnk
μανκ
British pronunciation
/mʌŋk/

Ορισμός και σημασία του "monk"στα αγγλικά

01

μοναχός, καλόγερος

a member of a male religious group that lives in a monastery
Wiki
example
Παραδείγματα
The monk spent his days in prayer and contemplation within the monastery walls.
Ο μοναχός πέρασε τις μέρες του σε προσευχή και διαλογισμό μέσα στα τείχη του μοναστηριού.
As a monk, he took vows of poverty, chastity, and obedience to live a life dedicated to God.
Ως μοναχός, έδωσε όρκους φτώχειας, αγνότητας και υπακοής για να ζήσει μια ζωή αφιερωμένη στον Θεό.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store