Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Monitoring
01
παρακολούθηση, επιτήρηση
the act of regularly checking or observing something to ensure it is functioning correctly or to gather information
Παραδείγματα
Ongoing monitoring of the project's progress helped meet deadlines.
Η συνεχής παρακολούθηση της προόδου του έργου βοήθησε στην τήρηση των προθεσμιών.
The monitoring of patient vitals is crucial in intensive care units.
Η παρακολούθηση των ζωτικών δεικτών των ασθενών είναι κρίσιμη στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Λεξικό Δέντρο
monitoring
monitor



























