Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to mistreat
01
κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
to treat someone or something poorly or unfairly
Transitive: to mistreat sb/sth
Παραδείγματα
The animal shelter was shut down due to reports of staff members mistreating the animals in their care.
Το καταφύγιο ζώων έκλεισε λόγω αναφορών ότι μέλη του προσωπικού κακοποιούσαν τα ζώα υπό την φροντίδα τους.
He mistreated his employees by forcing them to work long hours without breaks and under unsafe conditions.
Κακομεταχειρίστηκε τους υπαλλήλους του αναγκάζοντάς τους να εργάζονται για πολλές ώρες χωρίς διαλείμματα και σε επικίνδυνες συνθήκες.
Λεξικό Δέντρο
mistreat
treat



























