Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
miry
01
λασπώδης, βρεγμένος
characterized by being muddy, soft, and often difficult to walk on
Παραδείγματα
The miry path was treacherous, causing many hikers to slip and lose their footing.
Ο λασπωμένος δρόμος ήταν επικίνδυνος, προκαλώντας πολλούς πεζοπόρους να γλιστρήσουν και να χάσουν την ισορροπία τους.
After the rain, the fields turned miry, making it impossible for vehicles to pass through.
Μετά τη βροχή, τα χωράφια έγιναν λασπωμένα, καθιστώντας αδύνατη τη διέλευση οχημάτων.
Λεξικό Δέντρο
miry
mire



























