Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mirth
01
χαρά, ευθυμία
a feeling of happiness, joy, or amusement
Παραδείγματα
The children 's faces lit up with mirth as they played games and enjoyed the party.
Τα πρόσωπα των παιδιών φωτίστηκαν με χαρά καθώς έπαιζαν παιχνίδια και απολάμβαναν το πάρτι.
A wave of mirth swept through the audience during the comedian's hilarious stand-up routine.
Ένα κύμα ευθυμίας σάρωσε το κοινό κατά τη διάρκεια της ξεκαρδιστικής stand-up παράστασης του κωμικού.
Λεξικό Δέντρο
mirthful
mirthless
mirth



























