Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Misanthrope
01
μισάνθρωπος, άτομο που μισεί ή περιφρονεί την ανθρωπότητα
someone who dislikes, distrusts, or hates other human beings
Παραδείγματα
The crotchety old man was known around town as a misanthrope who constantly complained about others.
Ο γκρινιάρης γέρος ήταν γνωστός στην πόλη ως μισάνθρωπος που συνεχώς παραπονιόταν για τους άλλους.
Misanthropes believe that people are largely selfish, dishonest, cruel, greedy, or untrustworthy.
Οι μισάνθρωποι πιστεύουν ότι οι άνθρωποι είναι σε μεγάλο βαθμό εγωκεντρικοί, ανειλικρινείς, σκληροί, άπληστοι ή αναξιόπιστοι.
Λεξικό Δέντρο
misanthropist
misanthrope



























