Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mirror
Παραδείγματα
He adjusted his tie while gazing into the mirror above the dresser.
Προσάρμοσε την γραβάτα του κοιτώντας στον καθρέφτη πάνω από το ντουλάπι.
She looked at her reflection in the mirror before leaving the house.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη πριν φύγει από το σπίτι.
02
καθρέφτης, αντανάκλαση
a faithful depiction or reflection
Λεξικό Δέντρο
mirrorlike
mirror



























