Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mirthful
01
χαρούμενος, ξεκαρδιστικός
arousing or provoking laughter
02
χαρούμενος, ευδιάθετος
full of or showing high-spirited merriment
Λεξικό Δέντρο
mirthfully
mirthfulness
mirthful
mirth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χαρούμενος, ξεκαρδιστικός
χαρούμενος, ευδιάθετος
Λεξικό Δέντρο