Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Midget
01
νάνος, άτομο μικρού αναστήματος
abnormally small in stature, typically as a result of a medical condition such as dwarfism
Παραδείγματα
He was diagnosed with a rare form of dwarfism, which classified him as a midget under older medical terminology.
Διαγνώστηκε με μια σπάνια μορφή νανισμού, που τον κατέτασσε ως νάνο σύμφωνα με την παλιά ιατρική ορολογία.
In early vaudeville shows, a midget was often cast in comic roles, reflecting the era's insensitivity.
Στα πρώτα θεατρικά σόου βοδεβίλ, ένας νάνος συχνά επιλεγόταν για κωμικούς ρόλους, αντανακλώντας την αναισθησία της εποχής.
midget
Παραδείγματα
The garden gnome collection included midget figurines, adding a whimsical touch to the backyard.
Η συλλογή νάνων κήπου περιλάμβανε μικροσκοπικά ειδώλια, προσθέτοντας μια ιδιόμορφη πινελιά στην πίσω αυλή.
In the fairy tale book, the characters encountered a magical world with midget castles and tiny enchanted creatures.
Στο βιβλίο παραμυθιών, οι χαρακτήρες συνάντησαν έναν μαγικό κόσμο με μικροσκοπικά κάστρα και μικρά μαγεμένα πλάσματα.



























