Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Midlife
01
μεσήλικη ηλικία, ώριμη ηλικία
the period during which a person is not old enough but is not young either
Λεξικό Δέντρο
midlife
mid
life
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεσήλικη ηλικία, ώριμη ηλικία
Λεξικό Δέντρο
mid
life