Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
memorable
01
αξέχαστος, αξιομνημόνευτος
easy to remember or worth remembering, particularly because of being different or special
Παραδείγματα
The speech he gave at the graduation was so inspiring that it became the most memorable part of the ceremony.
Η ομιλία που έδωσε στην αποφοίτηση ήταν τόσο εμπνευσμένη που έγινε το πιο αξέχαστο μέρος της τελετής.
Their wedding was a memorable event, filled with laughter and joy.
Ο γάμος τους ήταν μια αξέχαστη εκδήλωση, γεμάτη γέλιο και χαρά.
Λεξικό Δέντρο
memorability
memorably
unmemorable
memorable
memor



























