Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Memento
01
ενθύμιο, αναμνηστικό
an object that is kept as a reminder of a person, place, or event
Παραδείγματα
She kept a seashell as a memento of her trip.
Κράτησε ένα κοχύλι ως ενθύμιο από το ταξίδι της.
He bought a small statue as a memento from his travels.
Αγόρασε ένα μικρό αγαλματίδιο ως ενθύμιο από τα ταξίδια του.



























