Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meditative
01
διαλογιστικός, χαλαρωτικός
able to help one feel calm, focused, and thoughtful
Παραδείγματα
The meditative art of coloring helped reduce anxiety.
Η διαλογιστική τέχνη του χρωματισμού βοήθησε στη μείωση του άγχους.
Meditative moments ease anxiety.
Οι διαλογιστικές στιγμές ανακουφίζουν το άγχος.
Λεξικό Δέντρο
meditatively
meditativeness
meditative
meditate
medit



























