Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pensive
01
σκεπτικός, βαθυστόχαστος
engaged in deep or serious thought
Παραδείγματα
She sat by the window, her pensive expression reflecting her deep thoughts.
Κάθισε δίπλα στο παράθυρο, η σκεπτική της έκφραση αντανακλούσε τις βαθιές της σκέψεις.
He grew pensive as he pondered the complexities of the situation.
Έγινε σκεπτικός καθώς αναλογιζόταν τις πολυπλοκότητες της κατάστασης.
02
σκεπτικός, μελαγχολικός
reflective and thoughtful, often with a hint of melancholy and sadness
Παραδείγματα
Sitting by the lakeside, he had a pensive look as he recalled his childhood.
Καθισμένος δίπλα στη λίμνη, είχε ένα σκεπτικό βλέμμα καθώς θυμόταν την παιδική του ηλικία.
She sat by the window, looking out with a pensive expression as she considered the changes in her life.
Κάθισε δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω με μια σκεπτική έκφραση καθώς σκεφτόταν τις αλλαγές στη ζωή της.
Λεξικό Δέντρο
pensively
pensiveness
pensive



























