Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pensioner
01
συνταξιούχος, πενσιονάρης
a retired person who gets an amount of money each month, called pension, usually from the government
Λεξικό Δέντρο
pensioner
pension
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συνταξιούχος, πενσιονάρης
Λεξικό Δέντρο