Αναζήτηση
to meditate
01
διαλογίζομαι, συλλογίζομαι
to focus on one's thoughts for spiritual purposes or to calm one's mind
Intransitive
Example
Individuals meditate to achieve a sense of inner peace and calmness.
Τα άτομα διαλογίζονται για να επιτύχουν μια αίσθηση εσωτερικής ειρήνης και ηρεμίας.
Many people meditate daily as a practice for mental clarity and emotional well-being.
Πολλοί άνθρωποι διαλογίζονται καθημερινά ως πρακτική για διανοητική σαφήνεια και συναισθηματική ευημερία.
02
διαλογίζομαι, σκέφτομαι βαθιά
to think deeply about something
Intransitive: to meditate on a subject
Example
The philosopher would meditate on profound questions to seek philosophical insights.
Ο φιλόσοφος θα διαλογιζόταν σε βαθιά ερωτήματα για να αναζητήσει φιλοσοφικές ενοράσεις.
Before making a difficult decision, it 's helpful to meditate on the possible outcomes.
Πριν πάρετε μια δύσκολη απόφαση, είναι χρήσιμο να διαλογιστείτε για τα πιθανά αποτελέσματα.
