Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mediocrity
01
μετριότητα
ordinariness as a consequence of being average and not outstanding
02
μετριότητα, μετριόφρων άνθρωπος
a person of second-rate ability or value
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μετριότητα
μετριότητα, μετριόφρων άνθρωπος