Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
measureless
01
αμέτρητος, απέραντος
so vast or extensive that it cannot be measured or quantified
Παραδείγματα
The beauty of the sunset seemed measureless, leaving everyone speechless.
Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος φαινόταν αμέτρητη, αφήνοντας όλους άφωνους.
Her love for her family felt measureless, extending beyond any possible expression.
Η αγάπη της για την οικογένειά της φαινόταν αμέτρητη, εκτείνοντας πέρα από κάθε δυνατή έκφραση.
Λεξικό Δέντρο
measureless
measure



























