Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mastered
01
κατακτημένος, πλήρως αποκτημένος
having complete control, skill, or understanding of something through practice or learning
Παραδείγματα
His mastered ability to play the piano left everyone in awe.
Η κατακτημένη του ικανότητα να παίζει πιάνο άφησε όλους έκπληκτους.
The athlete ’s mastered performance earned him a gold medal.
Η τελειοποιημένη απόδοση του αθλητή του χάρισε ένα χρυσό μετάλλιο.
Λεξικό Δέντρο
mastered
master



























