Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
masterful
01
μαεστρικός, εξαιρετικός
possessing or displaying exceptional skill or expertise in a specific area
Παραδείγματα
His masterful performance on the piano left the audience in awe of his talent.
Η τεχνική του ερμηνεία στο πιάνο άφησε το κοινό σε δέος για το ταλέντο του.
The masterful strokes of the artist's brush brought the canvas to life with vibrant colors and intricate details.
Οι μαστορικές πινελιές του πινέλου του καλλιτέχνη έδωσαν ζωή στον καμβά με ζωηρά χρώματα και περίπλοκες λεπτομέρειες.
Λεξικό Δέντρο
masterfully
masterful
master



























