Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Macho
01
μάτσο, ματσό
a man who exhibits exaggerated masculinity or displays machismo
Παραδείγματα
He is a macho who prides himself on his strength.
Είναι ένας μάτσο που περηφανεύεται για τη δύναμή του.
That macho often boasts about his conquests.
Αυτός ο μάτσο συχνά καυχιέται για τις κατακτήσεις του.
macho
01
μάτσο, αρρενωπός
strongly masculine, often in appearance or manner
Παραδείγματα
He wore a macho leather jacket.
Φορούσε ένα macho δερμάτινο σακάκι.
His walk was confident and macho.
Το περπάτημά του ήταν σίγουρο και μάτσο.



























