Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Machinery
01
μηχανήματα, βιομηχανικός εξοπλισμός
machines, especially large ones, considered collectively
Παραδείγματα
The factory was filled with heavy machinery, each performing a specific function in the production line.
Το εργοστάσιο ήταν γεμάτο με βαριά μηχανήματα, καθένα από τα οποία εκτελούσε μια συγκεκριμένη λειτουργία στη γραμμή παραγωγής.
The workers received training on how to safely operate the new machinery introduced to the workshop.
Οι εργαζόμενοι έλαβαν εκπαίδευση σχετικά με τον ασφαλή χειρισμό των νέων μηχανημάτων που εισήχθησαν στο εργαστήριο.
02
μηχανισμός, συσκευή
a system of means and activities whereby a social institution functions
Λεξικό Δέντρο
machinery
machine



























