Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
low-spirited
01
χαμηλής ψυχολογίας, θλιμμένος
experiencing a state of sadness or lack of enthusiasm
Παραδείγματα
She was low-spirited after the disappointing news about her application.
Ήταν αποθαρρυμένη μετά την απογοητευτική είδηση για την αίτησή της.
The team 's recent losses left them feeling low-spirited and unmotivated.
Οι πρόσφατες ήττες της ομάδας τους άφησαν χαμηλής ψυχολογίας και χωρίς κίνητρο.



























