Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lowboy
01
ένα χαμηλό και φαρδύ συρταριέρα, ένα χαμηλό τραπεζάκι τουαλέτας
a short and wide chest of drawers or dressing table with legs, typically used in bedrooms
Παραδείγματα
She placed her favorite vase on top of the lowboy, adding a touch of elegance to the room.
Τοποθέτησε το αγαπημένο της βάζο πάνω στο χαμηλό ντουλάπι, προσθέτοντας μια πινελιά κομψότητας στο δωμάτιο.
The lowboy in the bedroom has a smooth, dark wood finish that complements the modern decor.
Το lowboy στο υπνοδωμάτιο έχει μια λεία, σκούρα ξύλινη επίστρωση που συμπληρώνει τη μοντέρνα διακόσμηση.
Λεξικό Δέντρο
lowboy
low
boy



























