Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
loving
01
αγαπητικός, στοργικός
expressing deep affection, care, and compassion toward others
Παραδείγματα
She's loving, always showing kindness and warmth to those around her.
Είναι στοργική, δείχνοντας πάντα καλοσύνη και ζεστασιά σε όσους την περιβάλλουν.
Her loving nature makes her a pillar of support for her family and friends.
Η αγαπητική φύση της την κάνει έναν πυλώνα στήριξης για την οικογένεια και τους φίλους της.
Λεξικό Δέντρο
lovingly
lovingness
unloving
loving
love



























