Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lovey-dovey
01
υπερβολικά ρομαντικός, κολλητός
***very affectionate or romantic, especially excessively so
Παραδείγματα
A lovey-dovey couple.
Ένα ερωτευμένο ζευγάρι.
All my friends were either lovey-dovey couples or wild, single girls.
Όλοι οι φίλοι μου ήταν είτε ζευγάρια γεμάτα γλυκάδια είτε άγριες, ανύπαντρες κοπέλες.



























