Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lovesick
01
ερωτευμένος, αρρωστημένος από αγάπη
affected by love in a way that causes one to act or think unclearly
Παραδείγματα
She was lovesick and could n’t stop thinking about him after their first date.
Ήταν ερωτευμένη και δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται αυτόν μετά το πρώτο ραντεβού τους.
His friends teased him for being so lovesick over his new girlfriend.
Οι φίλοι του τον πείραξαν γιατί ήταν τόσο ερωτευμένος με τη νέα του κοπέλα.
Λεξικό Δέντρο
lovesickness
lovesick
love
sick



























