Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loved one
01
αγαπημένος, κοντινός
a person who one cares deeply about, such as a family member, close friend, or significant other
Παραδείγματα
She spent the holidays with her loved ones.
Πέρασε τις διακοπές της με τους αγαπημένους της.
He took time off work to care for a loved one who was ill.
Πήρε άδεια από τη δουλειά για να φροντίσει ένα αγαπημένο πρόσωπο που ήταν άρρωστο.



























