Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
loved
01
αγαπημένος, πολύτιμος
feeling cherished, valued, and deeply cared for by others
Παραδείγματα
She felt loved and appreciated by her family on her birthday.
Ένιωσε αγαπημένη και εκτιμημένη από την οικογένειά της στα γενέθλιά της.
The puppy wagged its tail happily, feeling loved by its owner.
Το κουτάβι κούνησε ευτυχισμένα την ουρά του, νιώθοντας αγαπημένο από τον ιδιοκτήτη του.
Λεξικό Δέντρο
unloved
loved
love



























