Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
longingly
01
με λαχτάρα, με πόθο
in a manner expressing a strong desire for something
Παραδείγματα
She looked at the old photographs longingly, reminiscing about the happy moments from the past.
Κοίταξε τις παλιές φωτογραφίες με λαχτάρα, θυμόμενη τις ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος.
He watched the train depart longingly, wishing he could join his friends on the journey.
Παρακολούθησε με λαχτάρα το τρένο να φεύγει, ευχόμενος να μπορούσε να συνοδεύσει τους φίλους του στο ταξίδι.
Λεξικό Δέντρο
longingly
longing
long



























