Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Longshoreman
01
λιμενεργάτης, φορτωτής
a person who manages the loading and unloading of the ships at a seaport
Παραδείγματα
The longshoreman worked tirelessly loading and unloading cargo ships at the bustling port.
Ο λιμενεργάτης εργάστηκε ακούραστα φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας πλοία φορτίου στο πολυσύχναστο λιμάνι.
Longshoremen play a crucial role in the maritime industry, handling cargo and containers to ensure efficient and timely shipments.
Οι λιμενεργάτες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ναυτιλιακή βιομηχανία, χειριζόμενοι φορτία και εμπορευματοκιβώτια για να εξασφαλίσουν αποτελεσματικές και έγκαιρες αποστολές.



























