Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
longitudinal
01
διαμήκης, κατά τη διαμήκη κατεύθυνση
extending in the lengthwise direction
Παραδείγματα
The highway featured a longitudinal design, stretching for miles in a straight line across the expansive landscape.
Ο αυτοκινητόδρομος είχε ένα διαμήκη σχέδιο, εκτείνοντας για μίλια σε ευθεία γραμμή μέσα από το εκτεταμένο τοπίο.
The longitudinal waves in the ocean, also known as oceanic waves, travel parallel to the direction of the wave.
Τα διαμήκη κύματα στον ωκεανό, γνωστά και ως ωκεάνια κύματα, κινούνται παράλληλα με την κατεύθυνση του κύματος.
02
διαμήκης, σχετικός με τις γραμμές του γεωγραφικού μήκους
of or relating to lines of longitude
03
διαμήκης, για εκτεταμένο χρονικό διάστημα
over an extended time
Λεξικό Δέντρο
longitudinally
longitudinal



























