Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Longsightedness
01
υπερμετρωπία, πρεσβυωπία
the condition of being incapable of clearly seeing objects that are near to one
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
longsightedness
longsighted
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερμετρωπία, πρεσβυωπία
Λεξικό Δέντρο