Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
longways
01
κατά μήκος, μακροσκελώς
lengthwise or along the longest side of something
Παραδείγματα
He cut the sandwich longways to make two narrow halves.
Έκοψε το σάντουιτς κατά μήκος για να κάνει δύο στενά μισά.
The rug did n't fit longways in the hallway, so they turned it sideways.
Το χαλί δεν χωρούσε κατά μήκος στο διάδρομο, γι' αυτό το γύρισαν στο πλάι.
Longways
01
χορός σε γραμμή, λαϊκός χορός σε γραμμή
country dancing performed with couples in two long lines facing each other
Λεξικό Δέντρο
longways
long
ways



























