Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Longevity
01
μακροζωία, μεγάλη διάρκεια ζωής
the long lifespan of an individual
02
μακροζωία, διάρκεια υπηρεσίας
duration of service
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μακροζωία, μεγάλη διάρκεια ζωής
μακροζωία, διάρκεια υπηρεσίας