Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Locomotion
01
κίνηση, αυτόνομη κίνηση
the power or ability to move on one's own without any external force
02
κίνηση, μετακίνηση
the act or the ability of moving
Λεξικό Δέντρο
locomotion
locomote
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κίνηση, αυτόνομη κίνηση
κίνηση, μετακίνηση
Λεξικό Δέντρο