Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lockup
01
κρατητήριο αστυνομικού τμήματος, τοπική φυλακή
jail in a local police station
02
κλείδωμα, φυλάκιση
the act of locking something up to protect it
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κρατητήριο αστυνομικού τμήματος, τοπική φυλακή
κλείδωμα, φυλάκιση