Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to locomote
01
κινώμαι, ταξιδεύω
to move from one place to another; to travel or transport
Intransitive
Παραδείγματα
Birds have remarkable wings that allow them to locomote effortlessly through the sky.
Τα πουλιά έχουν αξιοθαύμαστα φτερά που τους επιτρέπουν να κινηθούν αβίαστα στον ουρανό.
Some animals, like snakes, use a slithering motion to locomote on the ground.
Μερικά ζώα, όπως τα φίδια, χρησιμοποιούν μια ολισθητική κίνηση για να μετακινηθούν στο έδαφος.
Λεξικό Δέντρο
locomotion
locomotive
locomote



























