Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Locoweed
01
χόρτο, μαριχουάνα
street names for marijuana
02
φυτό που προκαλεί λοκοϊσμό σε ζώα, λόκο
any of several leguminous plants of western North America causing locoism in livestock
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χόρτο, μαριχουάνα
φυτό που προκαλεί λοκοϊσμό σε ζώα, λόκο