Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
light-headed
01
ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος
lacking seriousness; given to frivolity
Παραδείγματα
After standing up quickly, she felt light-headed and had to sit down.
Αφού σηκώθηκε γρήγορα, αισθάνθηκε ζαλάδα και έπρεπε να καθίσει.
The heat made him feel light-headed and weak.
Η ζέστη τον έκανε να νιώθει ζαλάδα και αδύναμος.



























