Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
light-footed
01
ελαφρύς στα πόδια, ευκίνητος
moving fast and with grace
Παραδείγματα
The light‑footed dancer seemed to glide across the stage.
Ο χορευτής ελαφρύς στα πόδια φαινόταν να γλιστράει πάνω στη σκηνή.
He was light‑footed enough to dodge every tackle.
Ήταν αρκετά ευκίνητος για να αποφεύγει κάθε μαρκάρισμα.



























