Licitly
volume
British pronunciation/lˈɪsɪtli/
American pronunciation/lˈɪsɪtli/

Ορισμός και Σημασία του "licitly"

01

in a manner that is acceptable by the law

licitly

adv

licit

adj

illicitly

adv

illicitly

adv
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store